Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

Όσο βαρούνε οι καρδιές..


80 χρόνια μετά τη γέννηση του Νίκου Ξυλούρη, το ONEMAN θυμάται τον αθάνατο Αρχάγγελο της Κρήτης.

Για ανάγνωση ολόκληρου του άρθρου πατήστε εδώ.

Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Little Women, By Louisa May Alcott


Marmee March has four children: Meg, the sensible one, Josephine, the tomboyish writer with a lust for life, Beth, the so-called shy girl who has enough extroversion in her to go to a poor family’s house, and Amy, the extroverted loudmouthed selfish girl who loves art. Together they brave their poor surroundings (haha, they think it is poor) and survive without the man of the house. Meanwhile, trying to insinuate himself into their lives is Laurie, a good looking very rich neighbor who is being tutored by another good looking man who fancies Meg. Laurie loves Jo and Amy is jealous. The girls do little betrayals to each other but still love each other in the end.
http://www.planetebook.com/ebooks/Little-Women.pdf
 Click στην εικόνα για την ανάγνωση του βιβλίου. (Γλώσσα: Αγγλικά)

Great Expectations, by Charles Dickens




A young orphan named Pip is the main character in Charles Dickens’s novel Great Expectations. Beginning from humble origins in the home of his guardians, Pip’s eye is drawn to a more lavish and aristocratic lifestyle when he meets the eccentric old Miss Havisham and her beautiful niece Estella. An unexpected fortune from a mysterious donor draws Pip closer to the glamorous life and people he desires, and yet further from those who truly love him. As life sends a series of ups and downs his way, Pip is forced to confront hard facts about his chosen lifestyle and learn who his true friends are. A novel with two different endings, Great Expectations is a brilliant example of Dickens’s expertly crafted plots, unforgettable characters, sparkling humor, and touching observations of human life.

http://www.planetebook.com/ebooks/Great-Expectations.pdf
Click στην εικόνα για την ανάγνωση του βιβλίου. (Γλώσσα: Αγγλικά)

David Copperfield, by Charles Dickens


David Copperfield is a novel by Charles Dickens, first published in 1850. Like all except five of his works, it originally appeared in serial form (published in monthly installments).
Many elements within the novel follow events in Dickens’ own life, and it is probably the most autobiographical of all of his novels.


Click στην εικόνα για την ανάγνωση του βιβλίου. (Δεν είναι μεταφρασμένο.)



Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Χριστουγεννιάτικη Ιστορία (Ταινία)


Μια ταινία βασισμένη στο βιβλίο του Κάρολου Ντίκενς, για τους μικρούς μας φίλους..


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΜΗΤΕΡΑΣ - Hans Christian Andersen..


Ένα από τα λιγότερο γνωστά παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν -στην Ελλάδα τουλάχιστον- είναι η "Ιστορία μιας μητέρας" ("Historien om en moder"), που εκδόθηκε για πρώτη φορά το Δεκέμβριο του 1847. Πρόκειται για μια πολύ θλιμμένη ιστορία για τον αγώνα μιας μητέρας που υφίσταται αδιαμαρτύρητα τα πάντα, αρκεί να προφτάσει το Χάρο που άρπαξε το άρρωστο παιδάκι της. Θα τα καταφέρει;

Το τέλος της ιστορίας ίσως να μην σας ικανοποιήσει ως προς το μήνυμα που εκπέμπει -ανεξάρτητα από το αν είναι χαρούμενο ή θλιμμένο, άλλωστε "Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα" παραμένει ένα από τα καλύτερα παραμύθια του Άντερσεν, ακριβώς λόγω του θλιβερού τέλους. Ωστόσο, το συγκεκριμένο παραμύθι , η "Ιστορία μιας μητέρας", εκφράζει μοναδικά την χωρίς όρια αγάπη μιας μάνας, που θέλει να δει το παιδί της ευτυχισμένο.



Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
Μια μητέρα έκατσε δίπλα στο μικρό της παιδάκι. Ήταν πολύ θλιμμένη, επειδή φοβόταν ότι εκείνο θα πέθαινε. Ήταν αρκετά χλωμό και τα μικρά ματάκια του ήταν κλειστά και μερικές φορές έπαιρνε μια βαθιά αναπνοή, σχεδόν σαν αναστεναγμός. Τότε, η μητέρα κοιτούσε πιο θλιμμένα από ποτέ το καημένο πλασματάκι. Κάποιος χτύπησε την πόρτα κι ένας φτωχός, γέρος άντρας μπήκε μέσα. Ήταν τυλιγμένος με κάτι που έμοιαζε με ύφασμα αλόγου και το χρειαζόταν στ' αλήθεια για να τον κρατήσει ζεστό, επειδή ήταν κρύος χειμώνας. Όλη η χώρα ήταν σκεπασμένη με χιόνι και πάγο και ο αέρας φυσούσε τόσο έντονα, ώστε "ξύριζε" το πρόσωπο κάποιου. Το παιδάκι είχε αποκοιμηθεί για λίγο και η μητέρα, βλέποντας ότι ο γέρος άνδρας έτρεμε από το κρύο,σηκώθηκε κι έβαλε ένα μικρό κανάτι μπύρας στη φωτιά, να το ζεστάνει για εκείνον. Ο γέρος κάθισε και κούνησε την κούνια. Η μητέρα έκατσε σε μια καρέκλα κοντά του και κοίταξε στο άρρωστο παιδί, που εξακολουθούσε να βαριανασαίνει και έπιασε το χεράκι του.
"Νομίζεις ότι θα τον κρατήσω, έτσι δεν είναι;", είπε εκείνη. "Ο φιλεύσπλαχνος Θεός μας δεν θα μου τον πάρει".
Ο γέρος, που στην πραγματικότητα ήταν ο Χάρος, έγνεψε με το κεφάλι του κατά έναν περίεργο τρόπο, που θα μπορούσε να σημαίνει είτε "Ναι" είτε "Όχι". Και η μητέρα κατέβασε τα μάτια της, ενώ τα δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα της. Τότε το κεφάλι της βάρυνε, επειδή δεν είχε κλείσει μάτι για τρία μερόνυχτα, και αποκοιμήθηκε, όμως μόνο για ένα λεπτό. Τρέμοντας από το κρύο, ξύπνησε και κοίταξε γύρω στο δωμάτιο. Ο γέρος είχε εξαφανιστεί και το παιδί της το ίδιο! Ο γέρος το είχε πάρει μαζί του. Στη γωνία του δωματίου το παλιό ρολόι άρχισε να χτυπάει. Οι δείκτες του έκαναν "γρρ", όλο το βάρος του βυθίστηκε στο πάτωμα, το ρολόι σταμάτησε και η φτωχή μητέρα όρμησε έξω απ' το σπίτι ψάχνοντας το παιδί της. Έξω στο χιόνι καθόταν μια γυναίκα με μεγάλα μαύρα ρούχα κι εκείνη είπε στη μητέρα, "Ο θάνατος ήταν μαζί σου στο δωμάτιο. Τον είδα να φεύγει βιαστικά με το παιδάκι σου. Τρέχει πιο γρήγορα από τον άνεμο και ποτέ δεν επιστρέφει ό,τι πήρε μακριά".
"Μονάχα πες μου προς τα πού πήγε", είπε η μητέρα. "Πες μου το δρόμο κι εγώ θα τον βρω".
"Γνωρίζω το δρόμο", είπε η γυναίκα με τα μαύρα ρούχα, "αλλά προτού σου πω, πρέπει να μου τραγουδήσεις όλα τα τραγούδια που έχεις τραγουδήσει στο παιδί σου. Μου αρέσουν αυτά τα τραγούδια. Τα έχω ξανακούσει. Είμαι η Νύχτα και είδα τα δάκρυα σου να τρέχουν καθώς τα τραγουδούσες".
"Θα σου τα τραγουδήσω όλα", είπε η μητέρα, "όμως μην με καθυστερείς τώρα. Πρέπει να τον προφτάσω και να βρω το παιδί μου".
Όμως η Νύχτα καθόταν σιωπηλή και ατάραχη. Τότε, η μητέρα έκλαψε και τραγούδησε και έσφιξε τα χέρια της. Αλλά τα τραγούδια ήταν πολλά και τα δάκρυα ακόμη περισσότερα, μέχρι που σε κάποια στιγμή η Νύχτα είπε, "Πήγαινε προς τα δεξιά, μέσα στο σκοτεινό δάσος με τα έλατα, επειδή είδα το Χάρο να παίρνει εκείνο το δρόμο με το παιδάκι σου".
Μέσα στο δάσος, η μητέρα συνάντησε σταυροδρόμι και δεν ήξερε ποιο δρόμο να πάρει. Εκεί δίπλα στεκόταν ένας θάμνος με αγκάθια. Δεν είχε ούτε φύλλα ούτε λουλούδια, επειδή ήταν η εποχή του κρύου χειμώνα και πάγοι κρέμονταν από τα κλαδιά του. "Μήπως έχεις δει το Χάρο να περνάει μαζί με το παιδάκι μου", το ρώτησε.
"Ναι", απάντησε ο αγκαθωτός θάμνος, "αλλά δεν θα σου πω προς τα πού πήγε, μέχρι να με ζεστάνεις στην αγκαλιά σου. Παγώνω μέχρι θανάτου εδώ και γίνομαι πάγος".
Τότε, εκείνη πίεσε το θάμνο πολύ κοντά στο στήθος της, ώστε έλιωσε ο πάγος, τα κλαδιά τρύπησαν τη σάρκα της και έτρεξαν μεγάλες σταγόνες αίματος. Όμως ο θάμνος έβγαλε νέα πράσινα φύλλα και εκείνα έγιναν λουλούδια μέσα στην κρύα νύχτα του χειμώνα. Τόσο ζεστή είναι η καρδιά μιας πονεμένης μητέρας. Τότε, ο αγκαθωτός θάμνος της είπε ποιο μονοπάτι πρέπει ν' ακολουθήσει. Εκείνη έφτασε μέχρι μια μεγάλη λίμνη, στην οποία δεν φαινόταν ούτε πλοίο ούτε καράβι. Η λίμνη δεν ήταν αρκετά παγωμένη, ώστε να πατήσει πάνω στον πάγο, ούτε ήταν αρκετά ανοιχτή για να τσαλαβουτήσει. Ωστόσο, έπρεπε να τη διασχίσει, αν ήθελε να βρει το παιδί της. Τότε, έσκυψε για να πιεί όλο το νερό της λίμνης, που φυσικά ήταν αδύνατο να το καταφέρει ο οποιοσδήποτε άνθρωπος. Όμως η θλιμμένη μητέρα σκέφτηκε ότι ίσως να γινόταν κάποιο θαύμα, που θα τη βοηθούσε. "Δεν θα τα καταφέρεις ποτέ", είπε η λίμνη. "Ας κάνουμε μια συμφωνία, που θα είναι καλύτερη. Μου αρέσει να συλλέγω μαργαριτάρια και τα μάτια σου είναι τα πιο όμορφα που έχω δει. Αν ρίξεις όλα σου τα δάκρυα μέσα στα νερά μου, τότε θα σε πάω στο μεγάλο θερμοκήπιο, όπου κατοικεί ο Χάρος και καλλιεργεί λουλούδια και δέντρα, το καθένα από τα οποία είναι μια ανθρώπινη ζωή". 
"Ω, και τι δεν θα έδινα για να φτάσω στο παιδί μου!", είπε η δακρυσμένη μητέρα και καθώς συνέχισε να κλαίει, τα μάτια της έπεσαν στα βάθη της λίμνης κι έγιναν δυο πανάκριβα μαργαριτάρια.
Τότε η λίμνη τη σήκωσε και μ' ένα φύσημα τη μετέφερε στην αντίθετη όχθη, σαν να ήταν σε κούνια, όπου στεκόταν ένα υπέροχο, πανύψηλο κτίριο. Κανείς δεν μπορούσε να πει αν ήταν ένα βουνό καλυμμένο από δάση και γεμάτο σπηλιές ή αν ήταν χτισμένο. Όμως η φτωχή μητέρα δεν μπορούσε να δει, επειδή είχε ρίξει τα μάτια της μέσα στη λίμνη. "Πού θα βρω το Χάρο, ο οποίος έφυγε με το παιδάκι μου;", ρώτησε.
"Δεν έχει φτάσει ακόμα", είπε μια γριά γυναίκα με γκρίζα μαλλιά, που περιφερόταν και πότιζε το θερμοκήπιο του Χάρου. "Πώς βρήκες το δρόμο μέχρι εδώ και ποιος σε βοήθησε;".
"Ο Θεός με βοήθησε", απάντησε εκείνη. "Εκείνος είναι ευσπλαχνικός. Δεν θα είσαι κι εσύ το ίδιο; Πού μπορώ να βρω το παιδάκι μου;".
"Δεν ξέρω το παιδί", είπε η γριά γυναίκα, "και εσύ είσαι τυφλή. Πολλά λουλούδια και δέντρα έσβησαν απόψε και ο Χάρος θα έρθει σύντομα να τα μεταφυτεύσει.  Γνωρίζεις ήδη ότι κάθε ανθρώπινο ον έχει μια ζωή δέντρου ή μια ζωή λουλουδιού, όπως έχει καθοριστεί για εκείνο. Μοιάζουν με τα άλλα φυτά, όμως έχουν καρδιές που χτυπάνε. Οι καρδιές των παιδιών χτυπούν επίσης. Ίσως απ' αυτόν το χτύπο να μπορέσεις να αναγνωρίσεις το παιδί σου. Όμως τι θα μου δώσεις, αν σου πω τι άλλο πρέπει να κάνεις;".
"Δεν έχω τίποτε να δώσω", είπε η βασανισμένη μητέρα, "όμως θα φτάσω μέχρι τα πέρατα της γης για σένα".
"Δεν χρειάζομαι τίποτε από εκεί", είπε η γριά γυναίκα, "όμως μπορείς να μου δώσεις τα μακριά, μαύρα σου μαλλιά. Ξέρεις κι από μόνη σου ότι είναι όμορφα και μου αρέσουν. Μπορείς να πάρεις σε αντάλλαγμα τα λευκά μου μαλλιά, τα οποία θα είναι κάποιου είδους ανταπόδοση".
"Δεν ζητάς τίποτα περισσότερο απ' αυτό;", είπε εκείνη. "Θα σου τα δώσω μ' ευχαρίστηση".
Και έδωσε τα όμορφα μαλλιά της κι έλαβε ως αντάλλαγμα τις λευκές μπούκλες της γριάς γυναίκας. Τότε πήγαν μέσα στο μεγάλο θερμοκήπιο του Χάρου, όπου λουλούδια και δέντρα μεγάλωναν μαζί σε θαυμάσια αρμονία. Ανθισμένοι υάκινθοι κάτω από γυάλινες καμπάνες και παιωνίες, που είναι δυνατά δέντρα. Μεγάλωναν φυτά του νερού, κάποια αρκετά φρέσκα, και άλλα έμοιαζαν άρρωστα, τυλιγμένα με νερόφιδα και μαύρες αράχνες κρέμονταν από τα κλωνάρια τους. Εκεί στέκονταν ευγενικά πεύκα, οξιές και εξωτικά δέντρα, ενώ από κάτω τους άνθιζαν θυμάρι και μαϊντανός. Κάθε δέντρο και κάθε λουλούδι είχε ένα όνομα. Το καθένα αντιπροσώπευε μια ανθρώπινη ζωή και ανήκε σε ανθρώπους που βρίσκονταν ακόμα στην ζωή, κάποιοι στην Κίνα, κάποιοι στη Γροιλανδία, κάποιοι σε άλλα μέρη του κόσμου. Ορισμένα μεγάλα δέντρα είχε φυτευτεί σε μικρές γλάστρες, ώστε να αφήνουν ελεύθερο χώρο, και έμοιαζαν έτοιμα να κάνουν τη γλάστρα κομμάτια, ενώ πολλά ασθενικά μικρά λουλούδια μεγάλωναν σε πλούσιο χώμα, με βρύα ολόγυρα τους, προσεχτικά περιποιημένα και φροντισμένα. Η πονεμένη μητέρα έσκυψε πάνω από τα μικρά φυτά και άκουσε την ανθρώπινη καρδιά που χτυπούσε στο καθένα από αυτά και αναγνώρισε το καρδιοχτύπι του παιδιού της ανάμεσα σε εκατομμύρια χτύπους. 
"Αυτό είναι" αναφώνησε,  δείχνοντας με το χέρι της σ' ένα μικρό λουλούδι κρόκο, του οποίο το ασθενικό κεφάλι κρεμόταν προς τα κάτω.
"Μην αγγίξεις το λουλούδι", φώναξε η γριά γυναίκα, "αλλά περίμενε εδώ και όταν έρθει ο Χάρος -τον περιμένω από στιγμή σε στιγμή- μην τον αφήσεις να τραβήξει αυτό το φυτό, αλλά απείλησε τον ότι αν το κάνει, θα κάνεις κι εσύ το ίδιο στ' άλλα λουλούδια".
Τότε, μια ανατριχίλα πάγου διαπέρασε το θερμοκήπιο και η τυφλή μητέρα ένιωσε ότι είχε φτάσει ο Χάρος.
"Πώς βρήκες το δρόμο μέχρι εδώ", ρώτησε αυτός. "Πώς μπόρεσες να έρθεις εδώ γρηγορότερα από εμένα;".
"Είμαι μητέρα", απάντησε εκείνη.
Και ο Χάρος τέντωσε τα χέρια του προς το λεπτεπίλεπτο μικρό λουλούδι, όμως εκείνη κράτησε σφιχτά τα χέρια της γύρω απ' αυτό, αλλά συνάμα και με την πιο μεγάλη ανήσυχη φροντίδα, από φόβο μήπως πειράξει ένα από τα φύλλα του. Τότε ο Χάρος φύσηξε στα χέρια της και εκείνη ένιωσε την αναπνοή του πιο κρύα κι απ' τον παγωμένο άνεμο και τα χέρια της έπεσαν κάτω αβοήθητα.
"Δεν μπορείς να με νικήσεις", είπε ο Χάρος.
"Όμως ένας Θεός του ελέους μπορεί", είπε αυτή.
"Κάνω μόνο το θέλημα Του", απάντησε ο Χάρος. "Είμαι ο κηπουρός Του. Παίρνω όλα τα λουλούδια και τα δέντρα Του και τα μεταφυτεύω στους κήπος του Παραδείσου σε μια άγνωστη γη. Πώς μεγαλώνουν εκεί και πώς μοιάζει ο κήπος, δεν μπορώ να σου πω".
"Δώσε μου πίσω το παιδί μου", είπε η μητέρα κλαίγοντας και ικετεύοντας και άρπαξε δύο όμορφα λουλούδια με τα χέρια της και φώναξε στο Χάρο, "Θα ξεσκίσω όλα τα λουλούδια σου, γιατί είμαι απελπισμένη".
"Μην τ' αγγίξεις", είπε ο Χάρος. "Λες ότι είσαι δυστυχισμένη και θέλεις να κάνεις και μια άλλη μητέρα δυστυχισμένη σαν εσένα;"
"Μια άλλη μητέρα!" αναφώνησε η φτωχή γυναίκα αφήνοντας τα λουλούδια από τα χέρια της.
"Ορίστε τα μάτια σου", είπε ο Χάρος. "Τα ψάρεψα στη λίμνη για σένα. Έλαμπαν πάρα πολύ, όμως δεν ήξερα ότι ήταν δικά σου. Πάρ'τα πίσω -τώρα είναι πιο καθαρά από ποτέ- και μετά κοίταξε στο βαθύ πηγάδι που είναι εδώ κοντά. Θα σου πω τα ονόματα των δύο λουλουδιών που ήθελες να τραβήξεις και θα δεις όλη την αλήθεια των ανθρώπων που αντιπροσωπεύουν και τι επρόκειτο να διαταράξεις και να καταστρέψεις".
Τότε εκείνη κοίταξε μέσα στο πηγάδι και ήταν εκθαμβωτικό θέαμα το βλέπει κανείς πώς ο ένας από αυτούς τους ανθρώπους θα γινόταν ευλογία για τον κόσμο και πόση ευτυχία και χαρά θα σκορπούσε γύρω του. Όμως είδε ότι η ζωή του άλλου ήταν γεμάτη από φτώχεια, δυστυχία και οίκτο.
"Και τα δύο είναι η θέληση του Θεού" είπε ο Χάρος.
"Ποιο είναι το δυστυχισμένο λουλούδι και ποιο είναι το ευλογημένο", είπε εκείνη.
"Αυτό δεν μπορώ να σου το πω", απάντησε ο Χάρος, "όμως αυτό μπορείς να μάθεις, ότι το ένα από τα δύο λουλούδια αντιπροσωπεύει το δικό σου παιδί. Ήταν η μοίρα του δικού σου παιδιού που είδες, το μέλλον του δικού σου παιδιού".
Τότε η μητέρα ούρλιαξε με τρόμο. "Ποιο απ' αυτά ανήκει στο παιδί μου; Πες μου το αυτό. Πάρε το δυστυχισμένο παιδί. Απελευθέρωσε το από την τόση δυστυχία. Καλύτερα να το πάρεις μακριά. Πήγαινε στο βασίλειο του Θεού. Ξέχασε τα δάκρυα και τις παρακλήσεις μου. Ξέχνα όλα όσα είπα ή έκανα".
"Δεν σε καταλαβαίνω", είπε ο Χάρος. "Θα πάρεις πίσω το παιδί σου ή να το μεταφέρω σ' ένα μέρος που εσύ δεν γνωρίζεις;"
Τότε η μητέρα έσφιξε τα χέρια της, έπεσε στα γόνατα της και προσευχήθηκε στο Θεό, "Μην εισακούσεις τις προσευχές μου, όταν είναι αντίθετες στο θέλημα Σου, που πάντα είναι για το καλό. Ω, μη μ' ακούσεις" και το κεφάλι της βυθίστηκε στο στήθος της.
Τότε, ο Χάρος μετέφερε το παιδί της στην άγνωστη χώρα.


update: Μπορείτε να διαβάσετε το παραμύθι και υπό τη μορφή ποιήματος, όπως είχε δημοσιευτεί σε ελληνικό περιοδικό του 1877.

Η μητέρα..




Η ΜΗΤΕΡΑ

Πώς να πειράξω τη μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί, 
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;

Πώς ν' αρνηθώ ή ν ' αναβάλω
ό,τι ορίζει κι απαιτεί,
αφού στη γη δεν έχω άλλο
κανένα φίλο σαν αυτή;

Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
με είχε βρέφος απαλό, 
με κάθιζε στα γόνατά της
και μ' έμαθε να ομιλώ.

Αυτή με τρέφει και με ντύνει
όλο το χρόνο που γυρνά,
και δίπλα στη μικρή μου κλίνη,
σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.

Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω
φιλά να γειάνει την πληγή.
Αυτή, τι πρέπει να αφήσω
και τι να κάμω μ'΄οδηγεί.

Πώς το λοιπόν τέτοια μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;

~Γιώργος Βυζηινός~

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Όνειρο..

Όταν τα χρώματα γίνονται... αναμνήσεις.. Αναμνήσεις ενός παιδικού ονείρου.. Ονείρου που χάθηκε.. στη δίνη του χρόνου.. Λησμονιά γλυκιά.. που καρτερεί για μια συνάντηση μαζί σου.. Καρτερεί να κλέψει λίγο χρόνο από τις σκέψεις σου.. Να χωθεί και πάλι σε εκείνη την τρυφερή αγκαλιά του χαμένου ονείρου.. Των παιδικών αναμνήσεων που έρχονται δειλά δειλά και γεμίζουν τις νωχελικές σου μέρες με χαμόγελα.. Τόσο οικεία χαμόγελα ζωντανεύουν ξανά εικόνες εκείνης της ηλικίας.. Καταλαβαίνεις ότι ο χρόνος δε κυλάει το ίδιο για όλους.. Νιώθεις ένα φτερούγισμα στην καρδιά σου.. Σαν να ήταν κιόλας χθες, εκείνες οι μέρες.. Αναπολείς στιγμές ευτυχίας..Στις βιτρίνες των ματιών σου κυλάνε δάκρυα, που προδίδουν την μοναξιά σου.. Ξυπνάς από τον λήθαργο του παιδικού ονείρου και αντικρίζεις ανθρώπους, τους δικούς σου ανθρώπους, χαμογελαστούς.. Βλέμματα γεμάτα ζεστασιά.. Καταλαβαίνεις ότι δεν είσαι μόνος τελικά.. Δεν ήταν αληθινή η μοναξιά σου.. Το όνειρο σου ενηλικιώθηκε.. Μια αγκαλιά ζεστή, ένας τρυφερός λόγος, ένα βλέμμα αγάπης και το όνειρο συνεχίζεται..
~Speri Stylianopoulou~
Μουσική έμπνευσης







Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Christmas Magic

Η μαγεία των Χριστουγέννων είναι στο να δημιουργείς χαμόγελα, στα πρόσωπα που αγαπάς.. Να δημιουργείς συναισθήματα μέσα στη μοναξιά.. Να δίνεις αγάπη.. Να μοιράζεσαι κομμάτια του εαυτού σου.. Γιατί η μαγεία των Χριστουγέννων είναι.. στην καρδιά μας.. 
~Speri Stylianopoulou~




Video's Music:                   



Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

"Φθινοπωρινές.. Σκέψεις.."


Έρχονται ξανά οι σκέψεις στο μυαλό μου..
Να τις απωθήσω προσπαθώ.. προσπαθώ..
Σαν ταξιδιάρικα πουλιά έρχονται.. 
Σαν ταξιδιώτες που δε τους κρατεί ο τόπος φεύγουν..
Απαλό αεράκι που σε χαϊδεύει στο πρόσωπο.. 
Σου θυμίζει όλα εκείνα.. Όλα εκείνα..
Εσύ! τα ξεχνάς.. Τα άφησες να μείνουν καλά φυλαγμένα σ' ενα σεντούκι, στο πίσω μέρος του μυαλού σου..
Όμως η εικόνα; Πως θα φύγει η εικόνα, ματια μου;
Κάθε λεπτομέρεια χαραγμένη.. στο μυαλό..
Κάθε λεπτομέρεια χαραγμένη.. στην καρδιά..
Κάθε λεπτομέρεια.. κλειδί..
Κλειδί που ανοίγει δειλά το σεντούκι.. 
Το σεντούκι που πάλευες να μην ανοίξει..
Παλι απ' την αρχή! 
Σκέψεις.. Έρχονται ξανά οι σκέψεις στο μυαλό μου..
~Speri Stylianopoulou Drouvioti~